στύψιμο

στύψιμο
το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στύβω, συμπίεση ενός πράγματος για την αφαίρεση τού υγρού ή τού χυμού που περιέχει (α. «το στύψιμο τών ρούχων» β. «το στύψιμο τών πορτοκαλιών»)
2. μτφ. εξάντληση, ξεζούμισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στυψ- τού αόρ. έ-στυψ-α τού στύβω / στείβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στύψιμο — το πίεση για εξαγωγή χυμού ή άλλου υγρού: Στύψιμο του λεμονιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • λεμονοστύφτης — ο γυάλινο, πλαστικό ή μεταλλικό σκεύος για στύψιμο λεμονιών …   Dictionary of Greek

  • λεμονοστύφτης — ο σκεύος για το στύψιμο του λεμονιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεμονόκουπα — η το μισό λεμόνι μετά το στύψιμο: Της πετάξανε λεμονόκουπες γιατί τραγούδησε παράφωνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”