- στύψιμο
- το, Ν1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στύβω, συμπίεση ενός πράγματος για την αφαίρεση τού υγρού ή τού χυμού που περιέχει (α. «το στύψιμο τών ρούχων» β. «το στύψιμο τών πορτοκαλιών»)2. μτφ. εξάντληση, ξεζούμισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στυψ- τού αόρ. έ-στυψ-α τού στύβω / στείβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].
Dictionary of Greek. 2013.